δέραιον: Difference between revisions
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
(big3_10) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια<br /><b class="num">1</b> plu. [[collar]], [[adorno para el cuello]] E.<i>Io</i> 1431, Men.<i>Epit</i>.70, 127, <i>Pc</i>.815, Plu.<i>Art</i>.5, Satyr.<i>Vit.Eur</i>.39.7.14, Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.342.6, Hsch., Zonar., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[collar de perro]] X.<i>Cyn</i>.6.1, Arr.<i>Cyn</i>.5.8, Poll.5.55.<br /><b class="num">3</b> δέραια· παίγνια Hsch. | |dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια<br /><b class="num">1</b> plu. [[collar]], [[adorno para el cuello]] E.<i>Io</i> 1431, Men.<i>Epit</i>.70, 127, <i>Pc</i>.815, Plu.<i>Art</i>.5, Satyr.<i>Vit.Eur</i>.39.7.14, Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.342.6, Hsch., Zonar., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[collar de perro]] X.<i>Cyn</i>.6.1, Arr.<i>Cyn</i>.5.8, Poll.5.55.<br /><b class="num">3</b> δέραια· παίγνια Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δέραιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[περιδέραιο]]<br /><b>2.</b> [[περιλαίμιο]] («κυνῶν δὲ [[κόσμος]] δέραια, ἰμάντες», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δέραιον]] κατ' απόσπασιν από το σύνθετο [[περιδέραιον]], του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A necklace, E.Ion 1431 (pl.), Men.Epit.86 (pl.), Satyr. Vit.Eur.Fr.39 vii 14(pl.); collar, X.Cyn.6:—the form δεραιοί is given by Hsch.
German (Pape)
[Seite 548] τό, Halsband, Eur. Ion 1431; Xen. Cyn. 6, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δέραιον: τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 collier de chien;
2 collier, parure.
Étymologie: δέρη.
Syn. 1) κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδη - 2) δεράγχη, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια
1 plu. collar, adorno para el cuello E.Io 1431, Men.Epit.70, 127, Pc.815, Plu.Art.5, Satyr.Vit.Eur.39.7.14, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.342.6, Hsch., Zonar., Sud.
2 collar de perro X.Cyn.6.1, Arr.Cyn.5.8, Poll.5.55.
3 δέραια· παίγνια Hsch.
Greek Monolingual
δέραιον, το (Α)
1. περιδέραιο
2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ' απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].