δισσολογία: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διττ- Eust.105.15<br />[[repetición]], [[redundancia]]de ideas o palabras, Epiph.Const.<i>Haer</i>.8.8.4, Didym.<i>Gen</i>.117.25, Sch.Er.<i>Il</i>.1.474a, 5.516, Sch.<i>Od</i>.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διττ- Eust.105.15<br />[[repetición]], [[redundancia]]de ideas o palabras, Epiph.Const.<i>Haer</i>.8.8.4, Didym.<i>Gen</i>.117.25, Sch.Er.<i>Il</i>.1.474a, 5.516, Sch.<i>Od</i>.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.
}}
{{grml
|mltxt=και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)<br /><b>γραμμ.</b> η πλεοναστική [[επανάληψη]] λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η [[λύπη]], η [[θλίψη]], ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφισβήτηση]], [[ασάφεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσολογία Medium diacritics: δισσολογία Low diacritics: δισσολογία Capitals: ΔΙΣΣΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: dissología Transliteration B: dissologia Transliteration C: dissologia Beta Code: dissologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A repetition of words, Sch.Od.1.406.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Wiederholung eines Wortes, Schol. Od. 1, 406. 12, 453.

Greek (Liddell-Scott)

δισσολογία: ἡ, ἐπανάληψις λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): διττ- Eust.105.15
repetición, redundanciade ideas o palabras, Epiph.Const.Haer.8.8.4, Didym.Gen.117.25, Sch.Er.Il.1.474a, 5.516, Sch.Od.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.

Greek Monolingual

και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)
γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος»)
αρχ.
αμφισβήτηση, ασάφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογία < λόγος.