δολῶπις: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιδος [[de mirada traidora]] ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.<i>Tr</i>.1050. | |dgtxt=-ιδος [[de mirada traidora]] ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.<i>Tr</i>.1050. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δολῶπις]], η (Α)<br />αυτή που έχει δολερά μάτια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
à l’œil rusé ou perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.
Greek Monolingual
δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.