δυναστευτικός: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dinástico]] ὀλιγαρχία Arist.<i>Pol</i>.1298<sup>a</sup>32, [[αἵρεσις]] δυναστευτική elección de carácter dinástico</i> e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.<i>Pol</i>.1306<sup>a</sup>18.<br /><b class="num">2</b> [[propio de la tiranía]] op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico</i> Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[propio de un déspota]] λόγος Plu.2.818a, [[δούλωσις]] Porph.<i>Abst</i>.1.8.<br /><b class="num">3</b> [[poderoso]], [[hegemónico]] πόλεις Phld.<i>Rh</i>.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.<i>Adul</i>.5.3G.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[despóticamente]] ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dinástico]] ὀλιγαρχία Arist.<i>Pol</i>.1298<sup>a</sup>32, [[αἵρεσις]] δυναστευτική elección de carácter dinástico</i> e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.<i>Pol</i>.1306<sup>a</sup>18.<br /><b class="num">2</b> [[propio de la tiranía]] op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico</i> Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[propio de un déspota]] λόγος Plu.2.818a, [[δούλωσις]] Porph.<i>Abst</i>.1.8.<br /><b class="num">3</b> [[poderoso]], [[hegemónico]] πόλεις Phld.<i>Rh</i>.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.<i>Adul</i>.5.3G.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[despóticamente]] ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, [[δεσποτικός]], [[τυραννικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
German (Pape)
[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῠναστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς δυνάστην, αὐθαίρετος, ἀντίθ. πολιτικός, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient au pouvoir absolu, ou au possesseur d’un pouvoir absolu.
Étymologie: δυναστεύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1dinástico ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32, αἵρεσις δυναστευτική elección de carácter dinástico e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.Pol.1306a18.
2 propio de la tiranía op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico Arist.Pol.1272b3
•propio de un déspota λόγος Plu.2.818a, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
3 poderoso, hegemónico πόλεις Phld.Rh.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.Adul.5.3G.
II adv. -ῶς despóticamente ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυναστευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός.