δυστόπαστος: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de predecir]], [[difícil de adivinar]] Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.<i>Supp</i>.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.<i>Tr</i>.885, cf. Ph.1.467, 570, [[ἀόρατος]] καὶ δ. Ph.2.294, [[αἰτία]] Plu.<i>Rom</i>.21, cf. <i>Demetr</i>.38. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de predecir]], [[difícil de adivinar]] Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.<i>Supp</i>.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.<i>Tr</i>.885, cf. Ph.1.467, 570, [[ἀόρατος]] καὶ δ. Ph.2.294, [[αἰτία]] Plu.<i>Rom</i>.21, cf. <i>Demetr</i>.38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυστόπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, [[δυσείκαστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.
Greek Monolingual
δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.