ἐγκαθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(big3_13)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[encerrar]] fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] ἡ [[ἀναθυμίασις]] Plu.2.951c, ἡ [[δασύτης]] τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho <i>Fr</i>.5.
|dgtxt=[[encerrar]] fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] ἡ [[ἀναθυμίασις]] Plu.2.951c, ἡ [[δασύτης]] τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho <i>Fr</i>.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθείργνῡμι:''' досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ [[ἀναθυμίασις]] ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 703] (s. εἵργνυμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

tenir enfermé dans.
Étymologie: ἐν, καθείργνυμι.

Spanish (DGE)

encerrar fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A
en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentroἀναθυμίασις Plu.2.951c, ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθείργνῡμι: досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).