εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(big3_13) |
(10) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἐνοσίφυλλος]]. | |dgtxt=v. [[ἐνοσίφυλλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰνοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό [[φύλλωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις)
A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
German (Pape)
[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.
Spanish (DGE)
v. ἐνοσίφυλλος.
Greek Monolingual
εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.