ἑκηβολία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Call.<i>Ap</i>.99, Nonn.<i>D</i>.29.81<br />[[disparo desde lejos]] o [[disparo certero]] con el arco <i>Il</i>.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.<i>Lau.Pall</i>.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι <i>AP</i> 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. <i>D</i>.37.746, Sopat.Rh.<i>ad Hermog</i>.4.p.765, <i>AP</i> 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. <i>AP</i> 16.173 (Iul.Aegypt.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Call.<i>Ap</i>.99, Nonn.<i>D</i>.29.81<br />[[disparo desde lejos]] o [[disparo certero]] con el arco <i>Il</i>.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.<i>Lau.Pall</i>.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι <i>AP</i> 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. <i>D</i>.37.746, Sopat.Rh.<i>ad Hermog</i>.4.p.765, <i>AP</i> 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. <i>AP</i> 16.173 (Iul.Aegypt.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑκηβολία]], η (Α)<br />η [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] να ρίχνει εύστοχα [[κανείς]] ([[τόξο]] <b>κ.λπ.</b>) από [[μακριά]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκηβολία Medium diacritics: ἑκηβολία Low diacritics: εκηβολία Capitals: ΕΚΗΒΟΛΙΑ
Transliteration A: hekēbolía Transliteration B: hekēbolia Transliteration C: ekivolia Beta Code: e(khboli/a

English (LSJ)

Ep. ἑκηβολίη, ἡ,

   A skill in archery, Il.5.54 (pl.) : later in sg., Call. Ap.99,Str.8.3.33, AP6.26 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 759] ἡ, die Kunst, weit zu schießen u. zu treffen, Il. 5, 54, im plur., u. Sp., wie Strab. VIII, 357 u. Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβολία: ἡ, τὸ ἑκηβολεῖν, οὐδὲ ἑκηβολίαι Ἰλ. Ε. 54, Ἀνθ. Π. 6. 26· «ἑκηβολίαι· προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l’art de lancer de loin ou au loin.
Étymologie: ἑκηβόλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Call.Ap.99, Nonn.D.29.81
disparo desde lejos o disparo certero con el arco Il.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.Lau.Pall.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. D.37.746, Sopat.Rh.ad Hermog.4.p.765, AP 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. AP 16.173 (Iul.Aegypt.).

Greek Monolingual

ἑκηβολία, η (Α)
η τέχνη ή ικανότητα να ρίχνει εύστοχα κανείς (τόξο κ.λπ.) από μακριά.