ἐμποδιστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que impide u obstaculiza]] μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad</i> I.<i>AI</i> 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.<i>H.Laus</i>.38.8, cf. Chrys.M.61.757. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que impide u obstaculiza]] μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad</i> I.<i>AI</i> 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.<i>H.Laus</i>.38.8, cf. Chrys.M.61.757. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐμποδιστής]])<br />αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, [[ἐμποδιστής]] ἐγένου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αθλητ.)</b> ο [[αθλητής]] που ασχολείται ειδικά με το [[άθλημα]] [[δρόμος]] μετ' εμποδίων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hinderer, J. AJ17.10.3.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, der Verhinderer, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδιστής: -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que impide u obstaculiza μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad I.AI 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.H.Laus.38.8, cf. Chrys.M.61.757.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμποδιστής)
αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
(αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ' εμποδίων.