ἐκπροχέω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[derramar]] c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον [[δάκρυον]] ἐκπροχέων <i>IUrb.Rom</i>.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras</i> de la hiedra <i>AP</i> 7.22 (Simm.).<br /><b class="num">2</b> [[lanzar]] οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν <i>AP</i> 7.201 (Pamph.).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[derramar]] c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον [[δάκρυον]] ἐκπροχέων <i>IUrb.Rom</i>.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras</i> de la hiedra <i>AP</i> 7.22 (Simm.).<br /><b class="num">2</b> [[lanzar]] οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν <i>AP</i> 7.201 (Pamph.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπροχέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] να χυθούν, να στάξουν [[προς]] τα [[εμπρός]] («λοιβὰς ἐκπροχέων»)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]], [[εκστομίζω]] («ἐκπροχέων ἰαχάν»)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροχέω Medium diacritics: ἐκπροχέω Low diacritics: εκπροχέω Capitals: ΕΚΠΡΟΧΕΩ
Transliteration A: ekprochéō Transliteration B: ekprocheō Transliteration C: ekprocheo Beta Code: e)kproxe/w

English (LSJ)

   A pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.) ; πλοκάμους ib.22 (Simm.) ; ὄσσων δάκρυον IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.

French (Bailly abrégé)

épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.

Spanish (DGE)

1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).

Greek Monolingual

ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).