ἐκτρέφω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(big3_14b)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. ac. de pers. o anim. [[criar]] esp. en la primera infancia o los primeros años Κῦρον κύων ἐξέθρεψε Hdt.1.122, (Ὀρέστην) ὃν ἐξέθρεψα A.<i>Ch</i>.750, (Πόλυβος) ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με S.<i>OT</i> 827, τέκν' E.<i>Tr</i>.381, αὗται (αἱ νύμφαι) ... ἐκθρέψασαι τὸν Ἀρισταῖον Arist.<i>Fr</i>.511, χιλίους ... ὗς Plb.12.4.8, παιδίον ἐκθρέψασα εἰς ἡλικίαν <i>IKais.Lyk</i>.155.7 (imper.), en v. pas. ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων cachorros de león ya criados</i> E.<i>Supp</i>.1222, ἵνα μὴ 'κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς Ar.<i>Ra</i>.1191, cf. Ar.<i>Ach</i>.782, E.<i>Supp</i>.891, <i>Rh</i>.930, εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος si tienes algún hijo totalmente criado</i> Ar.<i>Nu</i>.795, cf. E.<i>Io</i> 823<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. [[criar para sí]] εἰ τόν γ' ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο si tú lo criaras y llegara a la plenitud de la mocedad</i>, <i>h.Cer</i>.166, σε ... κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην τοσόνδ' ἐς ἥβης S.<i>El</i>.13, ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην te crié inaccesible e insociable</i> S.<i>Fr</i>.387, [[ἄλλως]] ... ὑμᾶς ... ἐξεθρεψάμην en vano os crié</i> E.<i>Med</i>.1029, ὃν ἔτεκέν τε καὶ ἐξεθρέψατο Pl.<i>Lg</i>.929a, τὸν μὲν ... ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο D.53.19<br /><b class="num">•</b>abs. ἔρως τοῦ ἐκτρέφειν el amor por criar hijos</i> X.<i>Mem</i>.1.4.7.<br /><b class="num">2</b> [[nutrir]], [[alimentar]], [[hacer crecer]] c. ac. de pers., anim. o plantas τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου lo que hace crecer la raíz del trigo</i> Hdt.1.193, αὕτη ([[Δημήτηρ]]) ... ἐκτρέφει βροτούς E.<i>Ba</i>.277, ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν si permites que la tierra nutra la semilla hasta cumplirse la granazón</i> X.<i>Oec</i>.17.10, ἕκαστα [[ἀνάγκη]] φύειν καὶ ἐκτρέφειν τὴν γῆν Pl.<i>Lg</i>.848b, τὰ μὲν (ζῷα) δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν Arist.<i>GA</i> 773<sup>a</sup>34, τὰ κτήνη <i>SB</i> 10573.10 (I a.C.), τοῦς νεοττοὺς ᾠδαῖς μᾶλλον ἢ τροφαῖς ... ἐκτρέφουσι D.P.<i>Au</i>.1.20<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν κορώνεών γέ μου ἐξέκοψαν ἣν ἐγὼ 'φύτευσα κἀξεθρεψάμην Ar.<i>Pax</i> 629, ὡς ... μεγάλα (ζῷα) ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.<i>Ti</i>.91d<br /><b class="num">•</b>[[producir]] τοῦ ... ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[criar]], [[crear]] δώμαθ', οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε S.<i>OT</i> 1397, Μυκήνα ... τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος Micenas, criaste a éste como luz para mi palacio</i> E.<i>IT</i> 849, cf. Ar.<i>Th</i>.522, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με por Dioniso, que me ha dado de comer</i> dice Aristófanes, Ar.<i>Nu</i>.519, cf. 532, 1380.<br /><b class="num">2</b> ref. al alimento espiritual [[educar]] τί διαφέρει ... ἠθη ... βάρβαρα τῶν ἐν παιδείαις καὶ νόμοις ... ἐκτεθραμμένων Plb.1.65.7, cf. Herm.<i>Vis</i>.3.9.1.<br /><b class="num">B</b> intr.<br /><b class="num">1</b> en aor. med.-pas. [[criarse]], [[crecer]] μάτην γ' ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην en vano hubiera sido el alimentarme de migas de pan hasta alcanzar este tamaño</i> Ar.<i>Eq</i>.414, ἐμέ ... ἐκτραφέντα ἐν τῷ αὐτῷ ... περιόψεσθε Is.9.37, ἀπὸ <τῶν> τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι Lys.19.8, ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ X.<i>An</i>.7.2.32, ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης Pl.<i>Cri</i>.50e, τις τῶν ἐκτραφέντων εἰς ἡλικίαν ἱκόμενος Plb.6.6.2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[vivir]] ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν <i>AP</i> 12.243 (Strat.).
|dgtxt=<b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. ac. de pers. o anim. [[criar]] esp. en la primera infancia o los primeros años Κῦρον κύων ἐξέθρεψε Hdt.1.122, (Ὀρέστην) ὃν ἐξέθρεψα A.<i>Ch</i>.750, (Πόλυβος) ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με S.<i>OT</i> 827, τέκν' E.<i>Tr</i>.381, αὗται (αἱ νύμφαι) ... ἐκθρέψασαι τὸν Ἀρισταῖον Arist.<i>Fr</i>.511, χιλίους ... ὗς Plb.12.4.8, παιδίον ἐκθρέψασα εἰς ἡλικίαν <i>IKais.Lyk</i>.155.7 (imper.), en v. pas. ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων cachorros de león ya criados</i> E.<i>Supp</i>.1222, ἵνα μὴ 'κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς Ar.<i>Ra</i>.1191, cf. Ar.<i>Ach</i>.782, E.<i>Supp</i>.891, <i>Rh</i>.930, εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος si tienes algún hijo totalmente criado</i> Ar.<i>Nu</i>.795, cf. E.<i>Io</i> 823<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. [[criar para sí]] εἰ τόν γ' ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο si tú lo criaras y llegara a la plenitud de la mocedad</i>, <i>h.Cer</i>.166, σε ... κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην τοσόνδ' ἐς ἥβης S.<i>El</i>.13, ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην te crié inaccesible e insociable</i> S.<i>Fr</i>.387, [[ἄλλως]] ... ὑμᾶς ... ἐξεθρεψάμην en vano os crié</i> E.<i>Med</i>.1029, ὃν ἔτεκέν τε καὶ ἐξεθρέψατο Pl.<i>Lg</i>.929a, τὸν μὲν ... ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο D.53.19<br /><b class="num">•</b>abs. ἔρως τοῦ ἐκτρέφειν el amor por criar hijos</i> X.<i>Mem</i>.1.4.7.<br /><b class="num">2</b> [[nutrir]], [[alimentar]], [[hacer crecer]] c. ac. de pers., anim. o plantas τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου lo que hace crecer la raíz del trigo</i> Hdt.1.193, αὕτη ([[Δημήτηρ]]) ... ἐκτρέφει βροτούς E.<i>Ba</i>.277, ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν si permites que la tierra nutra la semilla hasta cumplirse la granazón</i> X.<i>Oec</i>.17.10, ἕκαστα [[ἀνάγκη]] φύειν καὶ ἐκτρέφειν τὴν γῆν Pl.<i>Lg</i>.848b, τὰ μὲν (ζῷα) δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν Arist.<i>GA</i> 773<sup>a</sup>34, τὰ κτήνη <i>SB</i> 10573.10 (I a.C.), τοῦς νεοττοὺς ᾠδαῖς μᾶλλον ἢ τροφαῖς ... ἐκτρέφουσι D.P.<i>Au</i>.1.20<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν κορώνεών γέ μου ἐξέκοψαν ἣν ἐγὼ 'φύτευσα κἀξεθρεψάμην Ar.<i>Pax</i> 629, ὡς ... μεγάλα (ζῷα) ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.<i>Ti</i>.91d<br /><b class="num">•</b>[[producir]] τοῦ ... ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[criar]], [[crear]] δώμαθ', οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε S.<i>OT</i> 1397, Μυκήνα ... τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος Micenas, criaste a éste como luz para mi palacio</i> E.<i>IT</i> 849, cf. Ar.<i>Th</i>.522, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με por Dioniso, que me ha dado de comer</i> dice Aristófanes, Ar.<i>Nu</i>.519, cf. 532, 1380.<br /><b class="num">2</b> ref. al alimento espiritual [[educar]] τί διαφέρει ... ἠθη ... βάρβαρα τῶν ἐν παιδείαις καὶ νόμοις ... ἐκτεθραμμένων Plb.1.65.7, cf. Herm.<i>Vis</i>.3.9.1.<br /><b class="num">B</b> intr.<br /><b class="num">1</b> en aor. med.-pas. [[criarse]], [[crecer]] μάτην γ' ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην en vano hubiera sido el alimentarme de migas de pan hasta alcanzar este tamaño</i> Ar.<i>Eq</i>.414, ἐμέ ... ἐκτραφέντα ἐν τῷ αὐτῷ ... περιόψεσθε Is.9.37, ἀπὸ <τῶν> τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι Lys.19.8, ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ X.<i>An</i>.7.2.32, ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης Pl.<i>Cri</i>.50e, τις τῶν ἐκτραφέντων εἰς ἡλικίαν ἱκόμενος Plb.6.6.2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[vivir]] ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν <i>AP</i> 12.243 (Strat.).
}}
{{StrongGR
|strgr=from ἐκ and [[τρέφω]]; to [[rear]] up to [[maturity]], i.e. (genitive [[case]]) to [[cherish]] or [[train]]: [[bring]] up, [[nourish]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρέφω Medium diacritics: ἐκτρέφω Low diacritics: εκτρέφω Capitals: ΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: ektréphō Transliteration B: ektrephō Transliteration C: ektrefo Beta Code: e)ktre/fw

English (LSJ)

   A bring up from childhood, rear up, Hdt.1.122, A.Ch.750, etc.; ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με S.OT827; ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων true-bred... E.Supp.1222; of plants, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Hdt. 1.193; ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα X.Oec.17.10; ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d:—Med., rear up for oneself, τινά h.Cer. 166; ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, says the παιδαγωγός, S.El.13, cf. Fr.387, Pl.Lg.929a:—Pass., εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος Ar.Nu.796; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Pl.Cri.50e, cf. Lys.19.8.    II Med., of pregnant animals, nourish, [ζῷα] μεγάλα ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d:—Act., bring to birth, τὰ κυήματα Arist.GA773a34.

German (Pape)

[Seite 783] aufziehen, großziehen; Aesch. Ch. 739; ὃς ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Soph. O. R. 827; eben so das med., El. 13, wie H. h. Cer. 166. 121 (von der Amme); γεννῶντες καὶ ἐκτρέφοντες Plat. Legg. VI, 776 b; ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης Crit. 50 e; im med., Tim. 91 d u. A. – Auch von Pflanzen, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου, was der Wurzel Nahrung giebt, Her. 1, 193; τὸ σπέρμα, zur Reise bringen, Xen. Oec. 17, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, ἀνατρέφω, Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Χο. 750, κτλ.˙ ἐξέφυσε κἀξέθρεψέ με Σοφ. Ο. Τ. 827˙ ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων, γνησίως ὡς λέοντες ἀνατεθραμμένοι, Εὐρ. Ἱκ. 1222˙ ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν Ἡρόδ. 1. 193˙ ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα Ξεν. Οἰκ. 17. 10˙ μεταφ., φροντὶς ἐκτρέφει πλοῦτον Σοφ. Ἀποσπ. 218: - Μέσ., ἀναλαμβάνω νὰ ἀναθρέψω, εἰ τόν γ’ ἐκθρέψαιο, καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμητρ. 166. 221˙ ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην, λέγει ὁ παιδαγωγός, Σοφ. Ἠλ. 13˙ ἄπλατον, ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ ζῴων ἐν ἐγκυμοσύνῃ, κυοφορῶ, γεννῶ, τὰ κυήματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 11, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκθρέψω, etc.
nourrir, élever (un enfant) ; en parl. de plantes τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν HDT ce qui nourrit la racine ; ἐκτρ. σπέρμα XÉN nourrir une semence;
Moy. ἐκτρέφομαι prendre soin de, élever.
Étymologie: ἐκ, τρέφω.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1c. ac. de pers. o anim. criar esp. en la primera infancia o los primeros años Κῦρον κύων ἐξέθρεψε Hdt.1.122, (Ὀρέστην) ὃν ἐξέθρεψα A.Ch.750, (Πόλυβος) ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με S.OT 827, τέκν' E.Tr.381, αὗται (αἱ νύμφαι) ... ἐκθρέψασαι τὸν Ἀρισταῖον Arist.Fr.511, χιλίους ... ὗς Plb.12.4.8, παιδίον ἐκθρέψασα εἰς ἡλικίαν IKais.Lyk.155.7 (imper.), en v. pas. ἐκτεθραμμένοι σκύμνοι λεόντων cachorros de león ya criados E.Supp.1222, ἵνα μὴ 'κτραφεὶς γένοιτο τοῦ πατρὸς φονεύς Ar.Ra.1191, cf. Ar.Ach.782, E.Supp.891, Rh.930, εἴ σοί τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος si tienes algún hijo totalmente criado Ar.Nu.795, cf. E.Io 823
tb. en v. med. criar para sí εἰ τόν γ' ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο si tú lo criaras y llegara a la plenitud de la mocedad, h.Cer.166, σε ... κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην τοσόνδ' ἐς ἥβης S.El.13, ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην te crié inaccesible e insociable S.Fr.387, ἄλλως ... ὑμᾶς ... ἐξεθρεψάμην en vano os crié E.Med.1029, ὃν ἔτεκέν τε καὶ ἐξεθρέψατο Pl.Lg.929a, τὸν μὲν ... ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο D.53.19
abs. ἔρως τοῦ ἐκτρέφειν el amor por criar hijos X.Mem.1.4.7.
2 nutrir, alimentar, hacer crecer c. ac. de pers., anim. o plantas τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου lo que hace crecer la raíz del trigo Hdt.1.193, αὕτη (Δημήτηρ) ... ἐκτρέφει βροτούς E.Ba.277, ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν si permites que la tierra nutra la semilla hasta cumplirse la granazón X.Oec.17.10, ἕκαστα ἀνάγκη φύειν καὶ ἐκτρέφειν τὴν γῆν Pl.Lg.848b, τὰ μὲν (ζῷα) δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν Arist.GA 773a34, τὰ κτήνη SB 10573.10 (I a.C.), τοῦς νεοττοὺς ᾠδαῖς μᾶλλον ἢ τροφαῖς ... ἐκτρέφουσι D.P.Au.1.20
tb. en v. med. τὴν κορώνεών γέ μου ἐξέκοψαν ἣν ἐγὼ 'φύτευσα κἀξεθρεψάμην Ar.Pax 629, ὡς ... μεγάλα (ζῷα) ἐντὸς ἐκθρέψωνται Pl.Ti.91d
producir τοῦ ... ποταμοῦ πνεῦμα τραχύτερον ἐκθρέψαντος Plu.2.357d.
II fig.
1 criar, crear δώμαθ', οἷον ἆρά με κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε S.OT 1397, Μυκήνα ... τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος Micenas, criaste a éste como luz para mi palacio E.IT 849, cf. Ar.Th.522, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με por Dioniso, que me ha dado de comer dice Aristófanes, Ar.Nu.519, cf. 532, 1380.
2 ref. al alimento espiritual educar τί διαφέρει ... ἠθη ... βάρβαρα τῶν ἐν παιδείαις καὶ νόμοις ... ἐκτεθραμμένων Plb.1.65.7, cf. Herm.Vis.3.9.1.
B intr.
1 en aor. med.-pas. criarse, crecer μάτην γ' ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην en vano hubiera sido el alimentarme de migas de pan hasta alcanzar este tamaño Ar.Eq.414, ἐμέ ... ἐκτραφέντα ἐν τῷ αὐτῷ ... περιόψεσθε Is.9.37, ἀπὸ <τῶν> τοῦ πάππου ἐκτραφῆναι Lys.19.8, ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ X.An.7.2.32, ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης Pl.Cri.50e, τις τῶν ἐκτραφέντων εἰς ἡλικίαν ἱκόμενος Plb.6.6.2.
2 fig. vivir ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν AP 12.243 (Strat.).

English (Strong)

from ἐκ and τρέφω; to rear up to maturity, i.e. (genitive case) to cherish or train: bring up, nourish.