sencillo: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀτρύφερος]], [[ἀτρύφητος]], [[ἀσόλοικος]], [[ἀναμφίαστος]], [[γυμνός]], [[ἀπράγμων]], [[ἀπερίφραστος]], [[ἀφελής]], [[αὐτοφυής]], [[ἀπερίεργος]], [[ἀμέριστος]], [[ἀκατασκεύαστος]], [[ἀποίητος]], [[ἀνεπίδεικτος]], [[ἀθεάτριστος]], [[ἀκέραιος]], [[αὐτουργός]], [[ἀπέρισσος]], [[ἁπλοϊκός]], [[ἁπλοΐς]], [[ἄκομψος]], [[ἀκατάσκευος]], [[ἀποίκιλτος]], [[ἀκαρύκευτος]], [[ἁπλόος]] | |sltx=[[ἀτρύφερος]], [[ἀτρύφητος]], [[ἀσόλοικος]], [[ἀναμφίαστος]], [[γυμνός]], [[ἀπράγμων]], [[ἀπερίφραστος]], [[ἀφελής]], [[αὐτοφυής]], [[ἀπερίεργος]], [[ἀμέριστος]], [[ἀκατασκεύαστος]], [[ἀποίητος]], [[ἀνεπίδεικτος]], [[ἀθεάτριστος]], [[ἀκέραιος]], [[αὐτουργός]], [[ἀπέρισσος]], [[ἀπέριττος]], [[ἁπλοϊκός]], [[ἁπλοΐς]], [[ἄκομψος]], [[ἀκατάσκευος]], [[ἀποίκιλτος]], [[ἀκαρύκευτος]], [[ἁπλόος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:16, 19 April 2022
Spanish > Greek
ἀτρύφερος, ἀτρύφητος, ἀσόλοικος, ἀναμφίαστος, γυμνός, ἀπράγμων, ἀπερίφραστος, ἀφελής, αὐτοφυής, ἀπερίεργος, ἀμέριστος, ἀκατασκεύαστος, ἀποίητος, ἀνεπίδεικτος, ἀθεάτριστος, ἀκέραιος, αὐτουργός, ἀπέρισσος, ἀπέριττος, ἁπλοϊκός, ἁπλοΐς, ἄκομψος, ἀκατάσκευος, ἀποίκιλτος, ἀκαρύκευτος, ἁπλόος