ἀτρύφητος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ἀτρύφητον, (> τρυφάω) = ἀτρύφερος (not delicate, luxurious, plain, simple), Plu. 2.10b (s.v.l.) ; cf. ἀτύφωτος.
Spanish (DGE)
-ον
austero, sencillo, βίος Plu.2.10b (cód.); cf. ἀτύφωτος.
German (Pape)
[Seite 389] nicht schwelgerisch, βίος Plut. ed. lib. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non délicat.
Étymologie: ἀ, τρυφάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύφητος: не проводимый в неге, чуждый роскоши (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύφητος: -ον, (τρῠφάω) = τῷ προηγ., Πλούτ. 2. 10Β.
Greek Monolingual
ἀτρύφητος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι έκδοτος στην τρυφή και τη μαλθακότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυφώ (-άω) < τρυφή «απαλότητα, μαλθακότητα»].