εὐάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(eksahir)
(14)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[mensajero de buenas noticias]]
|esgtx=[[mensajero de buenas noticias]]
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐάγγελος]], -ον)<br />αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίθ. του Ερμή<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην [[εκκλησία]] («[[εὐάγγελος]] ἀνὴρ [[βιβλίον]] ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άγγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[αγγέλλω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ</i>-[[άγγελος]], <i>κακ</i>-[[άγγελος]], <i>προ</i>-[[άγγελος]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγγελος Medium diacritics: εὐάγγελος Low diacritics: ευάγγελος Capitals: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: euángelos Transliteration B: euangelos Transliteration C: evaggelos Beta Code: eu)a/ggelos

English (LSJ)

ον, (ἀγγέλλω)

   A bringing good news, πῦρ A.Ag.21; ἐλπίδες ib. 262, etc.; σωτηρίων πραγμάτων εὐ. ib.646; Φήμῃ εὐ. IG14.1120; ῥινός Opp.H.5.237; title of Hermes, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1054] gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῦρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγγελος: -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες αὐτόθι 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. αὐτόθι 646 φήμη εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ Ἑρμῆς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte une bonne nouvelle, qui marque un événement heureux.
Étymologie: εὖ, ἄγγελος.

Spanish

mensajero de buenas noticias

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησίαεὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].