οὐρανοφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(eksahir)
(30)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que pasea por el cielo]]
|esgtx=[[que pasea por el cielo]]
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοφοίτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται στον ουρανό, [[ουρανοβάμων]] («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», <b>Ευστ.</b> Πον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[φοίτης]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοφοίτης Medium diacritics: οὐρανοφοίτης Low diacritics: ουρανοφοίτης Capitals: ΟΥΡΑΝΟΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: ouranophoítēs Transliteration B: ouranophoitēs Transliteration C: ouranofoitis Beta Code: ou)ranofoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.

Spanish

que pasea por el cielo

Greek Monolingual

οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει-φοίτης.