πνῖξις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(eksahir)
(33)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[ahogamiento]]
|esgtx=[[ahogamiento]]
}}
{{grml
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῖξις Medium diacritics: πνῖξις Low diacritics: πνίξις Capitals: ΠΝΙΞΙΣ
Transliteration A: pnîxis Transliteration B: pnixis Transliteration C: pniksis Beta Code: pni=cis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stifling, smothering, Arist.Resp.475a28, Thphr.Ign. 76.    II drowning, PMag.Par.2.3,41.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖξις: ἡ, πνίξιμον, πνῖγος, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 7, Θεοφρ. π. Πυρὸς 76.

Spanish

ahogamiento

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.