σκιασμός: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(eksahir) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[visita de una sombra]], [[ visita de un espectro]] | |esgtx=[[visita de una sombra]], [[ visita de un espectro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br />το [[σκίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]] φαντάσματος<br /><b>2.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]] που εμφανίζεται [[μπροστά]] στα μάτια.———————— <b>(II)</b><br />και [[σκιαγμός]], ο, Ν [[σκιάζω]] (II)]<br />[[σκιάσμα]], [[σκιάξιμο]] («που οχ το σκιασμό όλος ο [[λαός]] τ' αμμάτια ντως κινούνε», <b>Ερωτόκρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= foreg. 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27. 2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5. 3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.
German (Pape)
[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.
Greek (Liddell-Scott)
σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.
Spanish
visita de una sombra, visita de un espectro
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.———————— (II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).