τετραμερής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(eksahir)
(41)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que consta de cuatro partes]], [[cuatripartito]]
|esgtx=[[que consta de cuatro partes]], [[cuatripartito]]
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τετραμερή [[άνθη]]»<br /><b>βοτ.</b> [[άνθη]] τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά [[τέσσερα]], ή πολλαπλάσια του [[τέσσερα]], μόρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραμερῶς</i> ΜΑ<br />σε [[τέσσερα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμερής Medium diacritics: τετραμερής Low diacritics: τετραμερής Capitals: ΤΕΤΡΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: tetramerḗs Transliteration B: tetramerēs Transliteration C: tetrameris Beta Code: tetramerh/s

English (LSJ)

ές,

   A quadripartite, Arist.Fr.47, LXX 2 Ma.8.21, S.E.P. 1.23, Sor.Fasc.40. Adv. -ρῶς Sm.Ez.1.8, Eust.1572.24: hence τετρᾰ-μέρεια, ἡ, = sq., Tz.H.3.341.

German (Pape)

[Seite 1098] ές, viertheilig, aus vier Abtheilungen bestehend, Plut. de mus. 24 S. Emp. pyrrh. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμερής: -ές, ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 1. 23, 237. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 1572, 24· - ὁ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 3. 341, ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ. τετραμέρεια, ἡ, πρὸς πᾶσαν τετραμέρειαν τῆς γῆς ἐφαπλώσας νίκας.

Spanish

que consta de cuatro partes, cuatripartito

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη
νεοελλ.
φρ. «τετραμερή άνθη»
βοτ. άνθη τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά τέσσερα, ή πολλαπλάσια του τέσσερα, μόρια.
επίρρ...
τετραμερῶς ΜΑ
σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].