αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(T22) |
(7) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀυτοκατακριτον ([[αὐτός]], [[κατακρίνω]]), [[self]]-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)). | |txtha=ἀυτοκατακριτον ([[αὐτός]], [[κατακρίνω]]), [[self]]-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐτοκατάκριτος]], -ον (AM) [[κατακρίνω]]<br />[[εκείνος]] του οποίου τα έργα επισύρουν την [[κατάκριση]], ο αξιοκατάκριτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.
German (Pape)
[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.
English (Strong)
from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.
English (Thayer)
ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).
Greek Monolingual
αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.