χρυσίο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
(47b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χρυσίον]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρουσίον]] Α [[χρυσός]] (Ι)]<br /><b>1.</b> χρυσά νομίσματα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πολλά]] χρήματα, [[πλούτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] χρυσού<br /><b>2.</b> [[πλάκα]] ή [[κόσμημα]] χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρυσή]] [[κλωστή]]<br /><b>4.</b> [[προσφώνηση]] αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα [[τώρα]], χρυσό μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῑον».
|mltxt=το / [[χρυσίον]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρουσίον]] Α [[χρυσός]] (Ι)]<br /><b>1.</b> χρυσά νομίσματα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πολλά]] χρήματα, [[πλούτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] χρυσού<br /><b>2.</b> [[πλάκα]] ή [[κόσμημα]] χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρυσή]] [[κλωστή]]<br /><b>4.</b> [[προσφώνηση]] αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα [[τώρα]], χρυσό μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον».
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α χρυσός (Ι)]
1. χρυσά νομίσματα
2. (κατ' επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος
αρχ.
1. κομμάτι χρυσού
2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.)
3. χρυσή κλωστή
4. προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα τώρα, χρυσό μου, Αριστοφ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον».