ψαλόν: Difference between revisions

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
(47c)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] χαλινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ψάλλω]] «[[σφίγγω]], [[πιάνω]], [[τραβώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>ψαλ</i>- του τ. έχει προέλθει με [[αντιμετάθεση]] τών αρκτικών συμφ. από το θ. <i>σπαλ</i>-, που ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ΙΕ ρίζας <i>sp</i>-<i>el</i>-, συγγενή της ρίζας <i>sp</i>-<i>er</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σπεῖρα]]). Η [[μαρτυρία]], [[ωστόσο]], του τ. [[ψαλόν]] ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>pasaro</i> με σημ. «[[πόρπη]], [[σκουλαρίκι]], [[ζωστήρας]] ξίφους») αντιστρατεύεται μια τέτοια ερμηνευτική [[προσπάθεια]] αντιμετάθεσης τών <i>σπ</i>- σε <i>ψ</i>-, [[εκτός]] του ότι παρόμοιο φωνητικό [[φαινόμενο]] δεν παρατηρείται σε [[άλλη]] [[περίπτωση]] στην αττ. διάλεκτο. Ο τ. [[ψαλόν]] φέρεται ως αρχαιότερος μιας ευρείας οικογένειας λ. της τεχνικής ορολογίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψάλιον]] / [[ψέλιον]] / [[ψίλιον]], [[ψαλίς]] /[[ψελίς]] / [[σπαλίς]], [[σπαλίων]]), δηλωτικής αντικειμένων ή κατασκευασμάτων, με κύριο χαρακτηριστικό το στρογγυλό, κυλινδρικό τους [[σχήμα]]].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] χαλινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ψάλλω]] «[[σφίγγω]], [[πιάνω]], [[τραβώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>ψαλ</i>- του τ. έχει προέλθει με [[αντιμετάθεση]] τών αρκτικών συμφ. από το θ. <i>σπαλ</i>-, που ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ΙΕ ρίζας <i>sp</i>-<i>el</i>-, συγγενή της ρίζας <i>sp</i>-<i>er</i>- ([[πρβλ]]. [[σπεῖρα]]). Η [[μαρτυρία]], [[ωστόσο]], του τ. [[ψαλόν]] ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>pasaro</i> με σημ. «[[πόρπη]], [[σκουλαρίκι]], [[ζωστήρας]] ξίφους») αντιστρατεύεται μια τέτοια ερμηνευτική [[προσπάθεια]] αντιμετάθεσης τών <i>σπ</i>- σε <i>ψ</i>-, [[εκτός]] του ότι παρόμοιο φωνητικό [[φαινόμενο]] δεν παρατηρείται σε [[άλλη]] [[περίπτωση]] στην αττ. διάλεκτο. Ο τ. [[ψαλόν]] φέρεται ως αρχαιότερος μιας ευρείας οικογένειας λ. της τεχνικής ορολογίας ([[πρβλ]]. [[ψάλιον]] / [[ψέλιον]] / [[ψίλιον]], [[ψαλίς]] /[[ψελίς]] / [[σπαλίς]], [[σπαλίων]]), δηλωτικής αντικειμένων ή κατασκευασμάτων, με κύριο χαρακτηριστικό το στρογγυλό, κυλινδρικό τους [[σχήμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
boucle, anneau de ceinturon ; espèce de mors.
Étymologie: DELG étym. incertaine.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, το θ. ψαλ- του τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ-, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας sp-el-, συγγενή της ρίζας sp-er- (πρβλ. σπεῖρα). Η μαρτυρία, ωστόσο, του τ. ψαλόν ήδη στη Μυκηναϊκή (pasaro με σημ. «πόρπη, σκουλαρίκι, ζωστήρας ξίφους») αντιστρατεύεται μια τέτοια ερμηνευτική προσπάθεια αντιμετάθεσης τών σπ- σε ψ-, εκτός του ότι παρόμοιο φωνητικό φαινόμενο δεν παρατηρείται σε άλλη περίπτωση στην αττ. διάλεκτο. Ο τ. ψαλόν φέρεται ως αρχαιότερος μιας ευρείας οικογένειας λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ψάλιον / ψέλιον / ψίλιον, ψαλίς /ψελίς / σπαλίς, σπαλίων), δηλωτικής αντικειμένων ή κατασκευασμάτων, με κύριο χαρακτηριστικό το στρογγυλό, κυλινδρικό τους σχήμα].