Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χωρίτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χωριτικὸς ἀνὴρ» — [[χωρικός]] <b>(Αιλ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωριτικῶς</i> Α<br />όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χωρίτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χωριτικὸς ἀνὴρ» — [[χωρικός]] <b>(Αιλ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωριτικῶς</i> Α<br />όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. -κῶς in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.