ψωραλέος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ψωραλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[ψώρα]], [[ψωριάρης]] (α. «[[ένας]] [[ψωραλέος]] [[σκύλος]]» β. «ζῷα μικρὰ καὶ [[ψωραλέα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πάμπτωχος]], [[άθλιος]], [[δυστυχής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψωραλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που εμφανίζεται με τη [[μορφή]] ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο / [[ψωραλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[ψώρα]], [[ψωριάρης]] (α. «[[ένας]] [[ψωραλέος]] [[σκύλος]]» β. «ζῷα μικρὰ καὶ [[ψωραλέα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πάμπτωχος]], [[άθλιος]], [[δυστυχής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψωραλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που εμφανίζεται με τη [[μορφή]] ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψωρᾰλέος:''' -α, -ον, [[ψωριάρης]], ψωριασμένος, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.
German (Pape)
[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].
Greek Monotonic
ψωρᾰλέος: -α, -ον, ψωριάρης, ψωριασμένος, σε Ξεν.