χωλαίνω: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[χωλός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[χωλότητα]] σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον [[κουτσό]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κουτσός]]<br />β) [[κουτσαίνω]], δεν [[μπορώ]] να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν [[υπόδημα]], χωλαίνων και πατών επί [[ακανθών]]», Παπαδ.<br />β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.<br />γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καρκινοβατώ]], [[βραδυπορώ]], δεν [[λειτουργώ]] κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»). | |mltxt=ΝΜΑ [[χωλός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[χωλότητα]] σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον [[κουτσό]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κουτσός]]<br />β) [[κουτσαίνω]], δεν [[μπορώ]] να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν [[υπόδημα]], χωλαίνων και πατών επί [[ακανθών]]», Παπαδ.<br />β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.<br />γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καρκινοβατώ]], [[βραδυπορώ]], δεν [[λειτουργώ]] κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χωλαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[χωλός]]), είμαι ή καθίσταμαι [[χωλός]], [[κουτσός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -ᾰνῶ, LXX 3 Ki.18.21: aor. ἐχώλᾱνα ib.Ps.17(18).46:—
A to be or go lame, Pl.Lg.795b, Hp.Mi.374c, POxy.465.39(ii A. D.), etc. II trans., make lame, Sch.T Il.8.402:—Pass., ἐχωλάνθη LXX 2 Ki.4.4.
German (Pape)
[Seite 1386] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι χωλός, «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).
French (Bailly abrégé)
1 tr. rendre boiteux ; Pass. devenir boiteux, boiter;
2 intr. être boiteux.
Étymologie: χωλός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χωλός
1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό
2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός
β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.
β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.
γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)
νεοελλ.
μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
Greek Monotonic
χωλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (χωλός), είμαι ή καθίσταμαι χωλός, κουτσός, σε Πλάτ.