χρυσοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδο</i>-<i>φαής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:57, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφᾰής Medium diacritics: χρυσοφαής Low diacritics: χρυσοφαής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΑΗΣ
Transliteration A: chrysophaḗs Transliteration B: chrysophaēs Transliteration C: chrysofais Beta Code: xrusofah/s

English (LSJ)

ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—

   A gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, φάος.

Spanish

radiante como el oro

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].

Greek Monotonic

χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.