χρυσοφαής: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(47c) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδο</i>-<i>φαής</i>]. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδο</i>-<i>φαής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:57, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—
A gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, φάος.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].
Greek Monotonic
χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.