χρυσότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσεότευκτος]] Α<br />κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.<br />β. «χρυσότευκτα γράμματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>τευκτος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσεότευκτος]] Α<br />κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.<br />β. «χρυσότευκτα γράμματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσότευκτος:''' -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσότευκτος Medium diacritics: χρυσότευκτος Low diacritics: χρυσότευκτος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chrysóteuktos Transliteration B: chrysoteuktos Transliteration C: chrysotefktos Beta Code: xruso/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A wrought of gold, A.Th.660, Fr.184, E.Ph.220 (lyr.), Eub.20.4, dub. in E.Med.984 (lyr., fort. legit Sch.).

German (Pape)

[Seite 1382] von Gold gemacht, bereitet; Aesch. γράμματα, Sept. 642; ἀγάλματα Eur. Phoen. 228.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότευκτος: -ον, εἰργασμένος, κατασκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 660, Ἀποσπ. 184, Εὐρ. Φοίν. 220, Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 2· κατὰ διόρθωσιν ἀντὶ χρυσεότευκτος ἐν Εὐρ. Μηδ. 984.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en or, fait d’or.
Étymologie: χρυσός, τεύχω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α
κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.
β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].

Greek Monotonic

χρῡσότευκτος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ., Ευρ.