άθεος: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθεος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού<br /><b>2.</b> [[αθεόφοβος]], [[ασεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[αλιτήριος]], αξιόμεμπτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την [[πολιτεία]]<br /><b>2.</b> που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη [[βοήθεια]] τών θεών<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀθέως</i><br />με τρόπο που επισύρει την [[οργή]] τών θεών, ασεβώς.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθεος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού<br /><b>2.</b> [[αθεόφοβος]], [[ασεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[αλιτήριος]], αξιόμεμπτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την [[πολιτεία]]<br /><b>2.</b> που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη [[βοήθεια]] τών θεών<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀθέως</i><br />με τρόπο που επισύρει την [[οργή]] τών θεών, ασεβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθεΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθεότης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄθεος, -ον)
1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού
2. αθεόφοβος, ασεβής
νεοελλ.
1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος
αρχ.
1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία
2. που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη βοήθεια τών θεών
3. επίρρ. ἀθέως
με τρόπο που επισύρει την οργή τών θεών, ασεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θεός.
ΠΑΡ. αθεΐα
αρχ.
ἀθεότης].