Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκαρί: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-εως), το (Α [[ἀκαρί]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέλος]] της υφομοταξίας Ακάρεα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται [[μέσα]] σε [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[λέξη]] προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των <i>ἀκαρὴς</i> «[[μικροσκοπικός]] [[σύντομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρις]] «[[κοριός]]». Για την [[ετυμολογία]] της νεοελληνικής λέξης <b>βλ.</b> [[ετυμολογία]] λήμματος <i>Ακάρεα</i>].
|mltxt=(-εως), το (Α [[ἀκαρί]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέλος]] της υφομοταξίας Ακάρεα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται [[μέσα]] σε [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[λέξη]] προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των <i>ἀκαρὴς</i> «[[μικροσκοπικός]] [[σύντομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρις]] «[[κοριός]]». Για την [[ετυμολογία]] της νεοελληνικής λέξης <b>βλ.</b> [[ετυμολογία]] λήμματος <i>Ακάρεα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰρί:''' adv. Arst. = [[ἀκαρῆ]].
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρί Medium diacritics: ἀκαρί Low diacritics: ακαρί Capitals: ΑΚΑΡΙ
Transliteration A: akarí Transliteration B: akari Transliteration C: akari Beta Code: a)kari/

English (LSJ)

τό, kind of

   A mite, bred in wax, Arist.HA557b8.

German (Pape)

[Seite 68] τό, Milbe, ἐλάχιστον ζῶον Arist. H. A. 5, 32 (acarus, Linn.).

Spanish (DGE)

τό
ácaro, cresade la cera, Arist.HA 557b8.

• Etimología: Rel. prob. c. ἀκαρής q.u.

Greek Monolingual

(-εως), το (Α ἀκαρί, το)
νεοελλ.
κάθε μέλος της υφομοταξίας Ακάρεα
αρχ.
είδος της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός». Για την ετυμολογία της νεοελληνικής λέξης βλ. ετυμολογία λήμματος Ακάρεα].

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰρί: adv. Arst. = ἀκαρῆ.