αλγεινός: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και [[ἀλεγεινός]], -ή, -<i>όν</i>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[ψυχικό]] πόνο, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και [[ἀλεγεινός]], -ή, -<i>όν</i>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[ψυχικό]] πόνο, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχικός]] τ. <i>ἀλγεσ</i>-<i>νὸς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. της λ. [[ἄλγος]]) με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>σν</i>- και [[αντέκταση]]<br />ο [[επικός]] δε τ. <i>ἀλεγεινὸς</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> κατ’ [[επίδραση]] του ρημ. [[ἀλέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ἀλγεινότητα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:08, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός
2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός
αρχ.
αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικός τ. ἀλγεσ-νὸς (< θ. της λ. ἄλγος) με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση
ο επικός δε τ. ἀλεγεινὸς είναι μεταπλασμένος τ. του επιθ. ἀλγεινὸς κατ’ επίδραση του ρημ. ἀλέγω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ἀλγεινότητα].