ἄμβη: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[reborde]]de una férula o tablilla, Hp.<i>Art</i>.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[extremidad]] carnosa u ósea en forma de labio, Hp.<i>Art</i>.80, Gal.18(1).340.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Es indudable la rel. [[ἄμβων]]. En cambio la conexión de ambos c. [[ἀναβαίνω]] parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />[[reborde]]de una férula o tablilla, Hp.<i>Art</i>.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[extremidad]] carnosa u ósea en forma de labio, Hp.<i>Art</i>.80, Gal.18(1).340.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Es indudable la rel. [[ἄμβων]]. En cambio la conexión de ambos c. [[ἀναβαίνω]] parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἄμβων,
A raised edge or proiuberance, Hp.Art.7, cf. 80, Gal.18(1).340; rim of felloe of wheel, Democr.29.
German (Pape)
[Seite 118] ἡ, ion. für ἄμβων, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμβη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἄμβων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, 839.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
rebordede una férula o tablilla, Hp.Art.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.
•extremidad carnosa u ósea en forma de labio, Hp.Art.80, Gal.18(1).340.
• Etimología: Es indudable la rel. ἄμβων. En cambio la conexión de ambos c. ἀναβαίνω parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u.
Greek Monolingual
ἄμβη, η (Α)
1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος
2. το χείλος της στεφάνης του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η έννοια του «ύψους»].