ἀνονείδιστος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreprochable]] πάντα Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.62.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] χορηγεῖν Herm.<i>Sim</i>.9.24.2. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreprochable]] πάντα Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.62.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] χορηγεῖν Herm.<i>Sim</i>.9.24.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνονείδιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[κανείς]] δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε [[επίπληξη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A irreproachable, Nic.Dam.p.119D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνονείδιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, ἄμεμπτος, Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable πάντα Nic.Dam.Vit.Caes.62.
2 adv. -ως irreprochablemente χορηγεῖν Herm.Sim.9.24.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνονείδιστος, -ον)
1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος
2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη.