Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκάντης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[catre]] Ar.<i>Nu</i>.633, Call.<i>Fr</i>.240, Luc.<i>Lex</i>.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio</i>, <i>AP</i> 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).
|dgtxt=-ου, ὁ [[catre]] Ar.<i>Nu</i>.633, Call.<i>Fr</i>.240, Luc.<i>Lex</i>.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio</i>, <i>AP</i> 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκάντης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> φτωχικό [[στρώμα]], [[ψάθα]]<br /><b>2.</b> [[ξυλοκρέβατο]] για τη [[μεταφορά]] νεκρού ή φερέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[επίδραση]], <b>[[πρβλ]].</b> τον παράλληλο τ. «[[σκάνθαν]]<br /><i>κράββατον</i>» (Ησύχιος)].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάντης Medium diacritics: ἀσκάντης Low diacritics: ασκάντης Capitals: ΑΣΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: askántēs Transliteration B: askantēs Transliteration C: askantis Beta Code: a)ska/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6.    II bier, AP 7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].