ἀσθενόψυχος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[de espíritu débil]] μητέρες LXX 4<i>Ma</i>.15.5. | |dgtxt=-ον [[de espíritu débil]] μητέρες LXX 4<i>Ma</i>.15.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσθενόψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ψυχική [[αδυναμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A weak-minded, LXX 4 Ma.15.5.
German (Pape)
[Seite 370] (ψυχή), schwachmüthig, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων ψυχικὴν ἀδυναμίαν, ἀσθενόψυχοι ὑπάρχουσιν αἱ μητέρες Ἰωσήπ. Μακκ. 15.
Spanish (DGE)
-ον de espíritu débil μητέρες LXX 4Ma.15.5.
Greek Monolingual
ἀσθενόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχική αδυναμία.