ἀπόβρεγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[infusión]], [[cocimiento de hierbas]] ἀσταφίδος [[ἀπόβρεγμα]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.<i>CA</i> 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ [[ἀπόβρεγμα]] εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[infusión]], [[cocimiento de hierbas]] ἀσταφίδος [[ἀπόβρεγμα]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.<i>CA</i> 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ [[ἀπόβρεγμα]] εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρεγμα]])<br />[[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί [[σπόρος]] φυτού.
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρεγμα Medium diacritics: ἀπόβρεγμα Low diacritics: απόβρεγμα Capitals: ΑΠΟΒΡΕΓΜΑ
Transliteration A: apóbregma Transliteration B: apobregma Transliteration C: apovregma Beta Code: a)po/bregma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρεγμα: -ατος, το, ἔγχυμα, ἀπόβρεγμα παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infusion.
Étymologie: ἀπό, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas ἀσταφίδος ἀπόβρεγμα Hp.Nat.Mul.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.CA 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρεγμα)
νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.