ἀποσπάς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-άδος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> adj. [[arrancado]], [[separado]] ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar</i> Nonn.<i>D</i>.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.<i>D</i>.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.<i>D</i>.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.<i>D</i>.34.347.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[esqueje]] del apio οὐ μόνον ἐξ [[ἀποσπάδων]] ... κατατίθεται <i>Gp</i>.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ [[ἀποσπάδων]] <i>Gp</i>.11.9, cf. 11.16.1<br /><b class="num">•</b>[[grapa]], [[parte de un racimo]] κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα <i>AP</i> 6.300 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[brazo]] de un río, Eust.1712.6.
|dgtxt=-άδος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> adj. [[arrancado]], [[separado]] ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar</i> Nonn.<i>D</i>.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.<i>D</i>.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.<i>D</i>.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.<i>D</i>.34.347.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[esqueje]] del apio οὐ μόνον ἐξ [[ἀποσπάδων]] ... κατατίθεται <i>Gp</i>.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ [[ἀποσπάδων]] <i>Gp</i>.11.9, cf. 11.16.1<br /><b class="num">•</b>[[grapa]], [[parte de un racimo]] κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα <i>AP</i> 6.300 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[brazo]] de un río, Eust.1712.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποσπάς]] (-[[άδος]]), η (Μ)<br /><b>1.</b> αποκομμένη, αποχωρισμένη<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[παραφυάδα]] αποκομμένη για [[φύτεμα]], [[καταβολάδα]]<br /><b>3.</b> κομμένο [[σταφύλι]], [[τσαμπί]]<br /><b>4.</b> [[παραπόταμος]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπάς Medium diacritics: ἀποσπάς Low diacritics: αποσπάς Capitals: ΑΠΟΣΠΑΣ
Transliteration A: apospás Transliteration B: apospas Transliteration C: apospas Beta Code: a)pospa/s

English (LSJ)

άδος,ἡ,

   A torn off from, τινός Nonn.D.1.289, al.: metaph., βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης ib.34.347, etc.    II as Subst., slip for propagating, Gp.11.9, etc.; vine-branch or bunch of grapes, AP6.300 (Leon.): metaph., branch of a river, Eust.1712.6.

German (Pape)

[Seite 325] άδος, fem. zu ἀποσπάδιος, abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπάς: -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· πύξος φυτεύεται ἔκ τε ἀποσπάδων καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· ἀπόσπασμα κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., βραχίων ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.

French (Bailly abrégé)

άδος
I. adj. f. arrachée;
II. subst.ἀποσπάς :
1 branche;
2 tige de plante.
Étymologie: ἀποσπάω.

Spanish (DGE)

-άδος

• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 adj. arrancado, separado ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar Nonn.D.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.D.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.D.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.D.34.347.
2 subst. ἡ ἀ. esqueje del apio οὐ μόνον ἐξ ἀποσπάδων ... κατατίθεται Gp.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ ἀποσπάδων Gp.11.9, cf. 11.16.1
grapa, parte de un racimo κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα AP 6.300 (Leon.)
fig. brazo de un río, Eust.1712.6.

Greek Monolingual

ἀποσπάς (-άδος), η (Μ)
1. αποκομμένη, αποχωρισμένη
2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα
3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί
4. παραπόταμος.