βορβοροτάραξις: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[revolvedor de fango]] aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.<i>Eq</i>.309, cf. Suet.<i>Blasph</i>.6, Lib.<i>Or</i>.42.13.
|dgtxt=ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[revolvedor de fango]] aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.<i>Eq</i>.309, cf. Suet.<i>Blasph</i>.6, Lib.<i>Or</i>.42.13.
}}
{{grml
|mltxt=[[βορβοροτάραξις]], ο (Α)<br />(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με [[διπλή]] κωμική [[σημασία]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόρβορος]] <span style="color: red;">+</span> [[τάραξις]] <span style="color: red;"><</span> [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβοροτάραξις Medium diacritics: βορβοροτάραξις Low diacritics: βορβοροτάραξις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: borborotáraxis Transliteration B: borborotaraxis Transliteration C: vorvorotaraksis Beta Code: borborota/racis

English (LSJ)

ὁ,

   A mud-stirrer, Ar.Eq.309.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.

Greek (Liddell-Scott)

βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
(litt. qui trouble la fange) brouillon importun.
Étymologie: βόρβορος, τάραξις.

Spanish (DGE)



• Prosodia: [-ᾰ-]
revolvedor de fango aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.Eq.309, cf. Suet.Blasph.6, Lib.Or.42.13.

Greek Monolingual

βορβοροτάραξις, ο (Α)
(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία)
1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο
2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω.