αὐτοψία: Difference between revisions
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. αὐθ- <i>PMag</i>.4.950<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[estudio]], [[examen]] u [[observación personal]] τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.<i>Syr.D</i>.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa</i>, <i>FD</i> 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo</i>, <i>IG</i> 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal</i>, <i>POxy</i>.1272.19 (II d.C.), cf. <i>PTeb</i>.286.20 (II d.C.), <i>PLeit</i>.16.26, <i>PCair.Isidor</i>.66.6 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> medic. [[inspección ocular]] τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, [[αὐτοψία]], τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[visión sobrenatural]] Procl.<i>in Alc</i>.92, Iambl.<i>Myst</i>.2.4, 7.3, ([[δαίμων]]) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.<i>Plot</i>.10, cf. Dam.<i>Isid</i>.13<br /><b class="num">•</b>op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.<br /><b class="num">2</b> [[acción mágica para provocar una visión sobrenatural]], <i>PMag</i>.l.c., 13.734. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. αὐθ- <i>PMag</i>.4.950<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[estudio]], [[examen]] u [[observación personal]] τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.<i>Syr.D</i>.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa</i>, <i>FD</i> 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo</i>, <i>IG</i> 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal</i>, <i>POxy</i>.1272.19 (II d.C.), cf. <i>PTeb</i>.286.20 (II d.C.), <i>PLeit</i>.16.26, <i>PCair.Isidor</i>.66.6 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> medic. [[inspección ocular]] τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, [[αὐτοψία]], τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[visión sobrenatural]] Procl.<i>in Alc</i>.92, Iambl.<i>Myst</i>.2.4, 7.3, ([[δαίμων]]) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.<i>Plot</i>.10, cf. Dam.<i>Isid</i>.13<br /><b class="num">•</b>op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.<br /><b class="num">2</b> [[acción mágica para provocar una visión sobrenatural]], <i>PMag</i>.l.c., 13.734. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[αὐτοψία]]) [[αυτόπτης]]<br />το να βλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική, επιστάμενη [[παρατήρηση]] ή [[εξέταση]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> ο [[εκστατικός]] [[οραματισμός]] του Θεού. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A seeing with one's own eyes, Dsc. Praef.5, PTeb.286.20 (ii A. D.), Luc.Syr.D.1; in Medic., as t.t. of the Empiric school, Gal.1.67; ἐπὶ τῆς αὐ. SIG827 D 4 (Delph., ii A. D.), cf. POxy.1272.19 (ii A. D.); ἐπὶ τὴν αὐ. ἐλθεῖν IG9(1).61.17. II supernatural manifestation, vision, Procl.in Alc.p.92 C. (pl.), Iamb.Myst.2.4 (pl.), 7.3 (pl.); [δαίμων] κληθεὶς εἰς αὐ. Porph. Plot.10, cf. Dam.Isid.13 (pl.); opp. ὄνειρος, Ps.-Callisth.1.6; magical operation for the production of such a manifestation (αὐθ.), PMag.Par.1.950, P Mag.Leid.W.16.38.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοψία: ἡ, τὸ ἰδίοις ὄμμασι βλέπειν τι, Διοσκ. προοίμ., Λουκ. π. Συρ. Θ. 1· ἐκ τῆς αὐτοψίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1711Α. 4· ἐπὶ τὴν αὐτ. ἐλθεῖν αὐτόθι 1732a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de voir de ses propres yeux.
Étymologie: αὔτοπτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.950
I 1estudio, examen u observación personal τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.Syr.D.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa, FD 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo, IG 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal, POxy.1272.19 (II d.C.), cf. PTeb.286.20 (II d.C.), PLeit.16.26, PCair.Isidor.66.6 (III d.C.).
2 medic. inspección ocular τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, αὐτοψία, τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.
II 1visión sobrenatural Procl.in Alc.92, Iambl.Myst.2.4, 7.3, (δαίμων) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.Plot.10, cf. Dam.Isid.13
•op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.
2 acción mágica para provocar una visión sobrenatural, PMag.l.c., 13.734.
Greek Monolingual
η (AM αὐτοψία) αυτόπτης
το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια
νεοελλ.
1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση
2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή
μσν.
θεολ. ο εκστατικός οραματισμός του Θεού.