ἀνάγνωσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lectura]] en el sent. de [[texto]], [[escrito]] esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.<i>Ec</i>.66, cf. Luc.<i>VH</i> 1.2, Eus.<i>PE</i> 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura</i> Origenes <i>Princ</i>.4.2.1, cf. <i>Epigr.Gr</i>.427.6<br /><b class="num">•</b>en sg. Ὅμηρος ἦν [[ἀνάγνωσμα]] Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν [[ἀνάγνωσμα]] τοῦτο Ph.2.570, cf. <i>PFlor</i>.248.17 (III d.C.) en <i>BL</i> 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.<i>Ep</i>.89.301c.<br /><b class="num">2</b> [[pasaje]] τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.<br /><b class="num">3</b> en crít. text. [[lección]], [[lectura]] A.D.<i>Synt</i>.122.8, 10.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lectura]] en el sent. de [[texto]], [[escrito]] esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.<i>Ec</i>.66, cf. Luc.<i>VH</i> 1.2, Eus.<i>PE</i> 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura</i> Origenes <i>Princ</i>.4.2.1, cf. <i>Epigr.Gr</i>.427.6<br /><b class="num">•</b>en sg. Ὅμηρος ἦν [[ἀνάγνωσμα]] Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν [[ἀνάγνωσμα]] τοῦτο Ph.2.570, cf. <i>PFlor</i>.248.17 (III d.C.) en <i>BL</i> 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.<i>Ep</i>.89.301c.<br /><b class="num">2</b> [[pasaje]] τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.<br /><b class="num">3</b> en crít. text. [[lección]], [[lectura]] A.D.<i>Synt</i>.122.8, 10.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάγνωσμα]])<br /><b>1.</b> [[ανάγνωση]], [[διάβασμα]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] διαβάζεται (στα νεοελλ. [[κυρίως]] για λογοτεχνικά έργα)<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιστημονικό [[σύγγραμμα]] που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων<br /><b>2.</b> μυθιστορηματική [[διήγηση]] σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αναγνώσματα</i><br />[[συλλογή]] λογοτεχνικών έργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματογράφος]]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγνωσμα Medium diacritics: ἀνάγνωσμα Low diacritics: ανάγνωσμα Capitals: ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Transliteration A: anágnōsma Transliteration B: anagnōsma Transliteration C: anagnosma Beta Code: a)na/gnwsma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A reading, in concrete, of a book, etc., read, D.H.1.8, Luc.VH1.2, Plu.2.328d, Orib.Fr.67 (pl.).    II = ἀνάγνωσις 11, A.D.Synt.122.8, al.

German (Pape)

[Seite 184] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγνωσμα: -ατος, τό, μέρος τι συγγραφέως ἢ χωρίον ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 (ἔνθα κακῶς: ἀνάγνωμα), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet de lecture;
2 lecture.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lectura en el sent. de texto, escrito esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.Ec.66, cf. Luc.VH 1.2, Eus.PE 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura Origenes Princ.4.2.1, cf. Epigr.Gr.427.6
en sg. Ὅμηρος ἦν ἀνάγνωσμα Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν ἀνάγνωσμα τοῦτο Ph.2.570, cf. PFlor.248.17 (III d.C.) en BL 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.Ep.89.301c.
2 pasaje τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.
3 en crít. text. lección, lectura A.D.Synt.122.8, 10.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγνωσμα)
1. ανάγνωση, διάβασμα
2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα)
3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία
νεοελλ.
1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων
2. μυθιστορηματική διήγηση σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας
3. στον πληθ. τα αναγνώσματα
συλλογή λογοτεχνικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγνωσματάριο.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγνωσματογράφος].