ἀποθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only pres. [[part]].: [[leap]] [[from]]; [[νηός]], Il. 2.702, Il. 16.748; [[καπνός]], ‘up,’ Od. 1.58.
|auten=only pres. [[part]].: [[leap]] [[from]]; [[νηός]], Il. 2.702, Il. 16.748; [[καπνός]], ‘up,’ Od. 1.58.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποθρῴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] έξω από [[πλοίο]] («...[[νηός]], ἀπὸ [[νηός]]»), [[κάτω]] από [[άλογο]] («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)<br /><b>2.</b> εκτινάσσομαι από τη [[νευρά]] του τόξου (για [[βέλος]])<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]], [[ξεπροβάλλω]] («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)<br /><b>4.</b> (για βράχο) αποσπώμαι και [[κατρακυλώ]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 303] (s. θρώσκω, 1) herabspringen, νηός Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ θρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.

English (Autenrieth)

only pres. part.: leap from; νηός, Il. 2.702, Il. 16.748; καπνός, ‘up,’ Od. 1.58.

Greek Monolingual

ἀποθρῴσκω (Α)
1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)
2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος)
3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)
4. (για βράχο) αποσπώμαι και κατρακυλώ.