γονυπετής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γονῠπετής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[postrado de hinojos]] σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas</i> E.<i>Ph</i>.293, ἱκέτης Synes.<i>Ep</i>.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο [[αὐτοῦ]] App.<i>Ill</i>.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto</i> Lyd.<i>Mag</i>.2.9.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de hinojos]] προτρέποντος Lyd.<i>Mag</i>.2.17.
|dgtxt=(γονῠπετής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[postrado de hinojos]] σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas</i> E.<i>Ph</i>.293, ἱκέτης Synes.<i>Ep</i>.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο [[αὐτοῦ]] App.<i>Ill</i>.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto</i> Lyd.<i>Mag</i>.2.9.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de hinojos]] προτρέποντος Lyd.<i>Mag</i>.2.17.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠπετής Medium diacritics: γονυπετής Low diacritics: γονυπετής Capitals: ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gonypetḗs Transliteration B: gonypetēs Transliteration C: gonypetis Beta Code: gonupeth/s

English (LSJ)

ές, (πεσεῖν)

   A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.

German (Pape)

[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.

Spanish (DGE)

(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].