ἀρτίχειρ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ειρος<br />[[sano de brazos]], [[manualmente capaz]] ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos</i> Pl.<i>Lg</i>.795d, cf. D.C.66.8.1.
|dgtxt=-ειρος<br />[[sano de brazos]], [[manualmente capaz]] ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos</i> Pl.<i>Lg</i>.795d, cf. D.C.66.8.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο [[αμφιδέξιος]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίχειρ Medium diacritics: ἀρτίχειρ Low diacritics: αρτίχειρ Capitals: ΑΡΤΙΧΕΙΡ
Transliteration A: artícheir Transliteration B: articheir Transliteration C: articheir Beta Code: a)rti/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος,

   A strong of hand (cf. ἀρτίπους), Pl.Lg.795d.

German (Pape)

[Seite 363] mit gefunden, tüchtigen Händen, od. beide Hände gebrauchend, Plat. Legg. VII, 795 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D.

Spanish (DGE)

-ειρος
sano de brazos, manualmente capaz ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos Pl.Lg.795d, cf. D.C.66.8.1.

Greek Monolingual

ἀρτίχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.