διαλακτίζω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[dar patadas a]], [[rechazar a puntapiés]] ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6<br /><b class="num">•</b>fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.<i>in Gal</i>.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.<i>Ps</i>.67.31. | |dgtxt=[[dar patadas a]], [[rechazar a puntapiés]] ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6<br /><b class="num">•</b>fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.<i>in Gal</i>.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.<i>Ps</i>.67.31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαλακτίζω]] (Α) [[λακτίζω]]<br />κλωτσάω, [[περιφρονώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.
German (Pape)
[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
French (Bailly abrégé)
1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.
Spanish (DGE)
dar patadas a, rechazar a puntapiés ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
•fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31.
Greek Monolingual
διαλακτίζω (Α) λακτίζω
κλωτσάω, περιφρονώ.