διάχλωρος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[verde]], [[de color verde o verdoso]] (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος [[αἱματίτης]] λίθος Ph.Byz.<i>Mir</i>.2.3, de joyas <i>Stud.Pal</i>.20.5.6 (II d.C.), <i>BGU</i> 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. <i>T.Sal</i>.13.5 (ap. crít.). | |dgtxt=-α, -ον<br />[[verde]], [[de color verde o verdoso]] (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος [[αἱματίτης]] λίθος Ph.Byz.<i>Mir</i>.2.3, de joyas <i>Stud.Pal</i>.20.5.6 (II d.C.), <i>BGU</i> 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. <i>T.Sal</i>.13.5 (ap. crít.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πρασινοκίτρινος]], [[πρασινωπός]], [[ωχροκίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις ([[πάπυρος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of translucent green, λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, dub. in Gal.18(1).495; of a garment, CPR24.6 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάχλωρος: -ον, ἔχων τὸ χρῶμα ὀλίγον ὠχροπράσινον, Φίλων π. 7 Θεαμ. 7.
Spanish (DGE)
-α, -ον
verde, de color verde o verdoso (ῥάβδοι) Gal.18(1).495, ὁ καλούμενος αἱματίτης λίθος Ph.Byz.Mir.2.3, de joyas Stud.Pal.20.5.6 (II d.C.), BGU 2328.5 (V d.C.), ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ. T.Sal.13.5 (ap. crít.).
Greek Monolingual
διάχλωρος, -ον (Α)
1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος
2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος).