δημοκηδής: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[protector del pueblo]] δημοκηδεῖς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι, συνέχειν δ' ὅμως βουλόμενοι τὸ τῶν πενήτων πλῆθος Str.14.2.5<br /><b class="num">•</b>como equiv. del lat. <i>Publicola</i> D.H.5.19, Plu.<i>Publ</i>.10. | |dgtxt=-ές<br />[[protector del pueblo]] δημοκηδεῖς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι, συνέχειν δ' ὅμως βουλόμενοι τὸ τῶν πενήτων πλῆθος Str.14.2.5<br /><b class="num">•</b>como equiv. del lat. <i>Publicola</i> D.H.5.19, Plu.<i>Publ</i>.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δημοκηδής]], -ές (Α)<br />αυτός που φροντίζει για τον λαό («δημοκηδεῑς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, [[καίπερ]] οὐ δημοκρατούμενοι» — οι Ρόδιοι φροντίζουν για τον λαό, [[μολονότι]] δεν έχουν δημοκρατικό [[πολίτευμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]] «[[φροντίδα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A caring for, friendly to the people or to democracy, Str.14.2.5; = Lat. Publicola, D.H.5.19, Plu.Publ.10.
German (Pape)
[Seite 563] ές, fürs Volk sorgend, publicola, Plut. Publ. 10; Dion. Hal. 5, 19; Strab. XIV, 652.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκηδής: ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, περὶ αὐτοῦ κηδόμενος,Λατ. poplicola, Στράβων 652, Διον. Ἁλ. 5. 19, Πλούτ. Ποπλικ. 10·-οὐσιαστ. δημοκηδία, ἡ, Ἰω. Γενεσ. σ. 76. 2 (ἐκδ. Βόνν.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui soigne les intérêts du peuple.
Étymologie: δῆμος, κήδομαι.
Spanish (DGE)
-ές
protector del pueblo δημοκηδεῖς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι, συνέχειν δ' ὅμως βουλόμενοι τὸ τῶν πενήτων πλῆθος Str.14.2.5
•como equiv. del lat. Publicola D.H.5.19, Plu.Publ.10.
Greek Monolingual
δημοκηδής, -ές (Α)
αυτός που φροντίζει για τον λαό («δημοκηδεῑς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι» — οι Ρόδιοι φροντίζουν για τον λαό, μολονότι δεν έχουν δημοκρατικό πολίτευμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κηδής < κήδος «φροντίδα»].