διακορεύω: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[desvirgar]], [[desflorar]]Meón a Criteide, Plu.<i>Vit.Hom</i>.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.<i>Au</i>.212e.β, τὰ σώματα Epiph.Const.<i>Haer</i>.25.4.2, τὰς παρθένους <i>PMasp</i>.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas. γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνειν Artem.2.65, cf. Luc.<i>DMeretr</i>.11.2, ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαις en las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido</i> Sor.6.26<br /><b class="num">•</b>excep. c. ac. de ‘la virginidad’ τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσα <i>PLond</i>.1711.18 (VI d.C.). | |dgtxt=[[desvirgar]], [[desflorar]]Meón a Criteide, Plu.<i>Vit.Hom</i>.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.<i>Au</i>.212e.β, τὰ σώματα Epiph.Const.<i>Haer</i>.25.4.2, τὰς παρθένους <i>PMasp</i>.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas. γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνειν Artem.2.65, cf. Luc.<i>DMeretr</i>.11.2, ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαις en las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido</i> Sor.6.26<br /><b class="num">•</b>excep. c. ac. de ‘la virginidad’ τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσα <i>PLond</i>.1711.18 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[διακορεύω]] και [[διακορέω]])<br />[[σπάζω]] τον παρθενικό υμένα κόρης με [[συνουσία]] ή με άλλον τρόπο, [[ξεπαρθενεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κορεύω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
(
A κόρη 1) deflower, Ar.Th.480, Ephor.164, Sor.1.8, Luc.DMeretr.11.2, Artem. 2.65.
German (Pape)
[Seite 583] entjungfern, τινά, Ar. Th. 480; Poll. 3, 42 führt aus Ar. διακορῆσαι an; – Luc. D. Mer. 11, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακορεύω: τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, Εὐφορ. Ἀποσπ. 164. Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 11. 2.
French (Bailly abrégé)
v. διακορέω.
Spanish (DGE)
desvirgar, desflorarMeón a Criteide, Plu.Vit.Hom.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.Au.212e.β, τὰ σώματα Epiph.Const.Haer.25.4.2, τὰς παρθένους PMasp.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas. γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνειν Artem.2.65, cf. Luc.DMeretr.11.2, ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαις en las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido Sor.6.26
•excep. c. ac. de ‘la virginidad’ τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσα PLond.1711.18 (VI d.C.).
Greek Monolingual
(Α διακορεύω και διακορέω)
σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορεύω < κόρη.