ἔμβρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]] Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo</i> Apollon.<i>Lex</i>.α 42<br /><b class="num">•</b>[[alimento]] παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.38.1, cf. Hsch.s.u. [[ἔντριτον]].<br /><b class="num">2</b> [[corrosión]], medic. [[agujero producido por la corrosión]] ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales</i> Dsc.1.77.2.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]] Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo</i> Apollon.<i>Lex</i>.α 42<br /><b class="num">•</b>[[alimento]] παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.38.1, cf. Hsch.s.u. [[ἔντριτον]].<br /><b class="num">2</b> [[corrosión]], medic. [[agujero producido por la corrosión]] ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales</i> Dsc.1.77.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔμβρωμα]], το (Α)<br />το [[πρόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή [[χρήση]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμα Medium diacritics: ἔμβρωμα Low diacritics: έμβρωμα Capitals: ΕΜΒΡΩΜΑ
Transliteration A: émbrōma Transliteration B: embrōma Transliteration C: emvroma Beta Code: e)/mbrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77.    II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.

German (Pape)

[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.

Greek Monolingual

ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.