ἐμπλόκιον: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[broche]] o [[pasador]] para el pelo, Macho 257, <i>BGU</i> 1300.24 (III/II a.C.), LXX <i>Ex</i>.35.22, <i>Is</i>.3.18, 20, Plu.<i>Phoc</i>.19, Sm.<i>Ca</i>.7.5. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[broche]] o [[pasador]] para el pelo, Macho 257, <i>BGU</i> 1300.24 (III/II a.C.), LXX <i>Ex</i>.35.22, <i>Is</i>.3.18, 20, Plu.<i>Phoc</i>.19, Sm.<i>Ca</i>.7.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπλόκιον]], το και [[ἐμπλόκια]], τα (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>2.</b> κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους [[κατά]] την [[κόμμωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d. 2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.
Spanish (DGE)
-ου, τό
broche o pasador para el pelo, Macho 257, BGU 1300.24 (III/II a.C.), LXX Ex.35.22, Is.3.18, 20, Plu.Phoc.19, Sm.Ca.7.5.
Greek Monolingual
ἐμπλόκιον, το και ἐμπλόκια, τα (Α)
1. τρόπος κόμμωσης
2. κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους κατά την κόμμωση.