δύσλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de decir]] neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.<i>Pers</i>.702, cf. Sch.Lyc.9. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de decir]] neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.<i>Pers</i>.702, cf. Sch.Lyc.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσλεκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to tell, A.Pers.702 (anap.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.
Greek (Liddell-Scott)
δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.