ἐλαφογενής: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(big3_14b)
(11)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές neutr. subst. τὸ ἐ. [[médula de cierva]] Hsch.
|dgtxt=-ές neutr. subst. τὸ ἐ. [[médula de cierva]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφογενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή γίνεται από [[ελάφι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ο [[μυελός]] του ελαφιού.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφογενής, -ές (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι
2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.