ψευδοκλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(6_12)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδοκλητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, [[μετὰ]] διάφ. γραφ. -[[κλήτωρ]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
|lstext='''ψευδοκλητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, [[μετὰ]] διάφ. γραφ. -[[κλήτωρ]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[άτομο]] που υπογράφει [[ψευδώς]] ότι ως [[κλητήρ]] κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>καλῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκλητήρ Medium diacritics: ψευδοκλητήρ Low diacritics: ψευδοκλητήρ Capitals: ΨΕΥΔΟΚΛΗΤΗΡ
Transliteration A: pseudoklētḗr Transliteration B: pseudoklētēr Transliteration C: psevdoklitir Beta Code: yeudoklhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητήρ (< καλῶ)].